- κυνολύκος
- ο овчарка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυνόλυκος — κυνόλυκος, ὁ (Α) ο κροκόττας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + λύκος] … Dictionary of Greek
CROCUTAE — cum tigribus exhibitae, ab Antonino Pio, apud Capitolin. c. 10. adeoque iam ante Severum Romae visae, quod negat Dio. Hyaenae autem specicm Crocutam esse, docet Bochartus ex Diodoro, qui iuxta alios in Aethiopia reperiri et μεμιγμένην ἔχειν φύσιν … Hofmann J. Lexicon universale
CYNOLYCUS — Graece Κυνόλυκος, in Excerptis Cresiae, Crocotta est, quae quod ex hyaena, lupo, et leaena, cant simili, nascatur, inde id nominis adepra est. Vide Diodor. Sic. l. 3. Plin. l. 8. c. 21. et supra in voce Crocutta … Hofmann J. Lexicon universale
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek